κροσσωτός

κροσσωτός
-ή,-όν A 2-0-0-1-0=3 Ex 28,14(bis); Ps 44(45),14
tasselled, fringed; neol.
Cf. LE BOULLUEC 1989, 284-285; WALTERS 1973, 82

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κροσσωτός — tasselled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… …   Dictionary of Greek

  • κροσσωτός — ή, ό ο πλεγμένος από κρόσσια, κροσσόπλεχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροσσωτά — κροσσωτός tasselled neut nom/voc/acc pl κροσσωτά̱ , κροσσωτός tasselled fem nom/voc/acc dual κροσσωτά̱ , κροσσωτός tasselled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτῶν — κροσσωτός tasselled fem gen pl κροσσωτός tasselled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτόν — κροσσωτός tasselled masc acc sg κροσσωτός tasselled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτοῖς — κροσσωτός tasselled masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτοί — κροσσωτός tasselled masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτούς — κροσσωτός tasselled masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτή — κροσσωτός tasselled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροσσωτήν — κροσσωτός tasselled fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”